- σούστα
- Ελληνικός λαϊκός χορός διαδομένος κυρίως στην Κρήτη (πατρίδα του θεωρείται το Ρέθυμνο) και στα Δωδεκάνησα, όπου ανάλογα με τα νησιά παίρνει διαφορετικό ύφος: στη Poδο είναι κυματιστός, με περιορισμένα σουσταρίσματα (πηδήματα), στη Χάλκη έντονα πηδηχτός, στην Κάρπαθο πιο στατικός.
Διάφορες παραδόσεις συνδέουν τη σ. με τον αρχαίο πυρρίχιο, κατεξοχήν πολεμικό χορό, ενώ άλλη συνδέει το όνομά της με τον Λάκωνα ή Κρητικό Πύρριχο. Η σ. είναι αντικρυστός χορός και χορεύεται από ζευγάρια άντρες και γυναίκες, με βήματα πολύ μικρά, σαν να γίνονται επί τόπου. Αν και τα βήματα δεν είναι ακριβώς καθορισμένα, προπάντων στις παραλλαγές, παρόλα αυτά υπάρχουν τρία είδη βημάτων: αυτά που γίνονται επι τόπου ή προχωρώντας εμπρός, δεξιά και πίσω, τα ψαλιδάκια, που είναι εναλλαγές βημάτων και τα πλάγια. Ο ρυθμός είναι 2/4, ζωηρός ανάλογα με την περιοχή όπου χορεύεται.
* * *η, Ν1. ελατήριο και ιδίως το φυλλοειδές2. δίτροχη άμαξα που σέρνεται από ένα άλογο3. παραδοσιακός νησιώτικος χορός4. ζεύγος μεταλλικών δισκίων που χρησιμοποιούνται για θηλύκωμα από τα οποία το ένα φέρει κοιλότητα με ελατήριο, ενώ το άλλο φέρει προεξοχή που εφαρμόζει στην κοιλότητα τού πρώτου με απλή πίεση και συγκρατείται με το ελατήριο5. καθένας από τους δύο κερούχους πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. susta].
Dictionary of Greek. 2013.